- προπαραγγέλλω
- (αόρ. προπαράγγειλα) μετ. заранее заказывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προπαραγγέλλω — ΝΜΑ νεοελλ. παραγγέλλω κάτι εκ τών προτέρων, ζητώ να μού στείλουν κάτι εκ τών προτέρων μσν. αρχ. αναγγέλλω, γνωστοποιώ με αγγελία προηγουμένως κάτι … Dictionary of Greek